- Ἰονίου
- Ἰ̱ονίου , Ἰόνιοςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… … Dictionary of Greek
Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… … Dictionary of Greek
Ιθάκη — Νησί (96,22 τ. χλμ., 3.084 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, απέναντι από τη βόρεια χερσόνησο της Κεφαλονιάς, με την oποία έχει παράλληλη (Ν ΝΑ) κατεύθυνση. Τα δύο νησιά χωρίζονται από το στενό της Ι. (πλάτους 2,5 χλμ. στο βόρειο τμήμα και 5 χλμ. στο… … Dictionary of Greek
Καππάδοκας, Ιωάννης — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Κερκυραίος νομομαθής και πολιτικός. Ήταν συγγενής του κόμη Γεωργίου Θεοτόκη, άρχοντα της Ιονίου Πολιτείας. Η οικογένειά του ήταν γραμμένη στη Χρυσή Βίβλο από το 1580. Ο Κ. ήταν εξαίρετος νομομαθής. Είχε εγκατασταθεί… … Dictionary of Greek
Λευκάδα — I Νησί (303 τ. χλμ., 20.751 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, Β της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και πολύ κοντά στην ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, από την οποία τη χωρίζει στενός (25 μ.) τεχνητός δίαυλος (διώρυγα της Λ. ή Αλεξάνδρου). Η Λ. είναι το τέταρτο σε … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
Βλαντής — Επώνυμο τριών λογίων του 19ου αι. 1. Ανδρέας (Λευκάδα 1813 – 1885). Νομομαθής και φιλόλογος, γιος του Σπυρίδωνα (βλ. 2.). Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στη Λευκάδα και το 1835 αποφοίτησε από τη νομική σχολή της Ιονίου Ακαδημίας. Παράλληλα, ο Β.… … Dictionary of Greek